- ευωχούμαι
- -έομαι (Α εὐωχοῡμαι, -έομαι και ενεργ. εὐωχῶ, -έω)συμποσιάζω, διασκεδάζω, ξεφαντώνω, γλεντοκοπώ, χαροκοπώαρχ.1. προσφέρω γεύμα, φιλεύω κάποιον2. (για ζώα) διατρέφω καλά3. παρέχω τροφή4. (για κάθε είδους απόλαυση) παρέχω πλούσια, προσφέρω άφθονα5. (για υποζύγια) τρέφομαι, βόσκω άφθονα6. φρ. α) «εὐωχοῡμαι ἐπινίκια» — τελώ επινίκια εορτή με συμπόσιοβ) «εὐωχοῡμαι γάμους» — εορτάζω γάμους με συμπόσιο7. απολαμβάνω κάτι πάρα πολύ, ευχαριστιέμαι («εὐωχοῡ τοῡ λόγου» — εντρύφησε στο λόγο, απόλαυσε τη συζήτηση, Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη ρηματική φράση εὖ ἔχω «έχω καλώς, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση» με την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα -ωχ- τού ρ. έχω*].
Dictionary of Greek. 2013.